διακελεύω

διακελεύω
διακελεύοματ μετ. :

ως ο νόμος διακελεύεται — как предписывает закон


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "διακελεύω" в других словарях:

  • διακελεύω — διακελεύομαι exhort pres subj act 1st sg διακελεύομαι exhort pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακελεύομαι — (AM) (Μ και διακελεύω) 1. προτρέπω, παρακινώ, δίνω διαταγή 2. πληροφορώ, συμβουλεύω αρχ. (σε αλληλοπάθεια) εμψυχώνω αμοιβαία, ενθαρρύνω αμοιβαία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»